13.3 C
Athens
Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΕΝΟΠΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣΙστορική ανάγκη η ενίσχυση του Πολεμικού Ναυτικού. Άρθρο του Στρατιωτικού Συντάκτη της...

Ιστορική ανάγκη η ενίσχυση του Πολεμικού Ναυτικού. Άρθρο του Στρατιωτικού Συντάκτη της ΕΡΤ Δημήτρη Θωμά

Γράφει ο Δημήτρης Ε. Θωμάς

Πολύ νωρίς, πριν από την κήρυξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, ως υπουργός Ναυτικών, αλλά και ως Αντιπολίτευση, πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε κατανοήσει το μέγεθος του κινδύνου που αποτελούσε η Γερμανία τόσο για τη Βρετανία, όσο και για την Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο, και ζητούσε επίμονα την ενίσχυση του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού, έχοντας μάλιστα εφαρμόσει ένα εξαιρετικά φιλόδοξο πρόγραμμα ναυπήγησης νέων πολεμικών πλοίων με καινούριες πιο δυνατές μηχανές και ισχυρότερα πυροβόλα όπλα, που αργότερα κατατρόπωσαν τα γερμανικά θωρηκτά.

Την εποχή εκείνη, μερίδα του βρετανικού πολιτικού συστήματος χαρακτήριζε τον Τσώρτσιλ πολεμοχαρή, πολεμοκάπηλο, εκτός διεθνούς πραγματικότητας και προκατειλλημένο έναντι της γερμανικής αυτοκρατορίας, με την οποία κάποιοι στο προσκήνιο και στο παρασκήνιο συνομιλούσαν για να επιτύχουν ένα modus vivendi μεταξύ των δύο πλευρών. Ο Ουίνστον Τσώτσιλ επέκρινε επίσης σφόδρα, τόσο την προσέγγιση της ναζιστικής Γερμανίας με τη Σοβιετική Ένωση που κατέληξε στο Σύμφωνο Μολότοφ – Ρίμπεντροπ, όσο και την συνεργασία του Στάλιν με τον Κεμάλ Ατατούρκ, που ενίσχυε φυσικά την Τουρκία, αλλά και τη Γερμανία, εις βάρος τόσο των άλλων χωρών της Ευρώπης, όσο και της Ελλάδας.

Οι Βρετανοί κατάσκοποι είχαν ενημερώσει το Ναυαρχείο, τόσο για τον φρενήρη ρυθμό του γερμανικού εξοπλιστικού προγράμματος, που αποκρύπτετο υπό τον μανδύα τον διακυρύξεων του Βερολίνου για διπλωματική προσέγγιση και ειρηνική συνεργασία μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, όσο και για το μακιαβελικό σχέδιο του Στάλιν, που προέβλεπε την ολοκληρωτική επικράτηση της Σοβιετικής Ένωσης, μετά από την εξάντληση και καταστροφή της Βρετανίας, της Γαλλίας, ακόμη και των ΗΠΑ, από τη συντονισμένη γερμανό – ιαπωνική επίθεση, την οποία υποδαύλιζε η Μόσχα, προσφέροντας στο Βερολίνο χώρο και χρόνο, και προετοιμάζοντας παράλληλα τις δικές του δυνάμεις, όσο αυτό βέβαια ήταν δυνατόν.

Ο Τσώρτσιλ που από τα τέλη του 19ου αιώνα, ως νεαρός Αξιωματικός είχε πολεμήσει σε όλα τα στρατιωτικά μέτωπα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, αντελήφθη νωρίς το θανάσιμο κίνδυνο που συνιστούσαν οι δυνάμεις του φασισμού, του ναζισμού και μετέπειτα του Άξονα, πάντα με τη συνδρομή της Οθωμανικής και αργότερα Κεμαλικής Τουρκίας και της πολιτικής της του επιτήδειου ουδέτερου, για τη Δύση, τη Δημοκρατία και τον κόσμο ολόκληρο, και εργάστηκε σκληρά για την θωράκιση και ενίσχυση του βρετανικού πολεμικού ναυτικού, επιβάλλοντας την αναλογία της ναυπήγησης τριών νέων πλοίων για κάθε πολεμικό πλοίο που ναυπηγούσε την εποχή εκείνη η Γερμανία.

Ο Τσώρτσιλ απομονώθηκε πολιτικά μετά την αποτυχημένη εκστρατεία της Καλλίπολης και της Κριμαίας, όμως οι εξελίξεις ως το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου δικαίωσαν τις προβλέψεις του και την αξιολόγηση του γερμανικού, του σοβιετικού και του τουρκικού κινδύνου, με απόδειξη ότι εκλήθη να αναλάβει πρωθυπουργός και να οδηγήσει τη χώρα του και τον δημοκρατικό κόσμο στη νίκη, όταν παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία με το στίγμα του κατευνασμού του Χίτλερ, ο Τσάμπερλειν, που δεν άντεξε πολιτικά μετά την προσάρτηση της Τσεχοσλοβακίας και την εισβολή των Γερμανών στην Πολωνία, που ακολούθησε το σύμφωνο Μολότοφ – Ρίμπεντροπ, μεταξύ Βερολίνου και Μόσχας.

Τα ιστορικά γεγονότα στέλνουν δυσάρεστα μηνύματα για την Ελλάδα του σήμερα, η οποία πιέζεται ασφυκτικά από τις εξελίξεις. Η Τουρκία του Ερντογάν διολισθαίνει σε ένα ακαραίο ισλαμισμό με πλοκάμια στη Μέση Ανατολή, τη Βόρειο Αφρική, ακόμη και την Ευρώπη, και εφαρμόζει μια σταθερή επεκτατική νεοθωμανική πολιτική με τεράστιους εξοπλισμούς σε βάθος και έκταση, απομακρυνόμενη συνεχώς, τόσο από τις ευρωπαϊκές αξίες, όσο και από την πιστή εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της Θαλάσσης. Η Άγκυρα διακηρύσσει ότι επιθυμεί προσέγγιση με την Ευρώπη και την Ελλάδα, αλλά οι πράξεις δείχνουν ότι θέλει η προσέγγιση αυτή να είναι αλά καρτ και υπό τους δικούς της όρους, επιθυμώντας να αποκομίσει μόνο κέρδη χωρίς καμία παραχώρηση επί της ουσίας.

Παράλληλα, η Ρωσία που επίσης έχει και αυτή αυτοκρατορικές τάσεις και συνεχίζει την σοβιετική πολιτική των σφαιρών επιρροής, όπως αποδεικνύει και το πάθημα της Αρμενίας στο Νακγόρνο Καραμπάχ, ακολουθεί μια σκληρή realpolitik κόντρα στο ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ τη Βρετανία, και την υπόλοιπη Ευρώπη, επιχειρώντας να αποσπάσει από το δυτικό στρατόπεδο σε καίριες επιλογές το γερμανικό γίγαντα, που φαίνεται ότι όταν πρέπει να επιλέξει, προτάσσει τα γερμανικά εθνικά συμφέροντα από τα κοινά ευρωπαϊκά. Ειδικά δε για την Ελλάδα, το Βερολίνο φαίνεται ότι επιλέγει την ξεδιάντροπη ενίσχυση της Τουρκίας, παρά τα ατοπήματα της Άγκυρας εναντίον των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Διεθνούς Δικαίου, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Το ίδιο κάνει και η Μόσχα, με ανομολόγητο πόθο να αποσπασει την Τουρκία από τους κόλπους του ΝΑΤΟ και να την προσδέσει στο δικό της γεωστρατηγικό άρμα.

Τούτων δοθέντων η Ελλάδα οφείλει να προχωρήσει στη συνολική και μακροπρόθεσμη ενίσχυση των ενόπλων της δυνάμεων, χωρίς δισταγμούς, αμφιταλαντεύσεις, χωρίς να φείδεται κόπων και εξόδων, και άνευ διλημμάτων του τύπου “κανόνια ή βούτυρο”. Χωρίς τα κανόνια και να έχεις βούτυρο θα σου το πάρουν. Φυσικά η Ελλάδα δεν έχει να χάσει οτιδήποτε από τις όποιες διερευνητικές με την Άγκυρα και οφείλει να συνομιλεί με όλες τις γειτονικές χώρες εφόσον τηρεί τις κόκκινες γραμμές που έχουν τεθεί από την κυβέρνηση και τα συμβούλια των πολιτικών αρχηγών με τον εκάστοτε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όμως ουδείς δύναται να επαφίεται στις καλές προθέσεις, φίλων και συμμάχων, πόσο δε μάλλον της Άγκυρας.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί, καθώς πλησιάζει και ο εορτασμός των 200 χρόνων από την ελληνική επανάσταση του 1821, ότι τόσο ο επαναστατικός αγώνας τότε, όσο και η δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους στηρίχθηκε στο ισχυρό εμπορικό και πολεμικό μας ναυτικό, όπως και η ανοικοδόμηση της χώρας μετά το πέρας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου που άφησε πίσω του στάχτες και ερείπια. Η ελληνική ιστορία καταδεικνύει την ταύτιση των Ελλήνων με τη θάλασσα, στην οποία ανέκαθεν μεγαλούργησαν, πλούτισαν και πολέμησαν, και αυτή μας δείχνει τό δρόμο. Οι ιστορικές συνθήκες απαιτούν άμεση και γενναία ενίσχυση του Πολεμικού μας Ναυτικού, όπως και των υπολοίπων κλάδων των ενόπλων δυνάμεων. Η αρχή έχει γίνει αλλά δεν μπορεί να υπάρξει κανένας εφησυχασμός, καμία αυταρέσκεια, η ιστορία μας καλεί να επιτελέσουμε το καθήκον μας.