Ο νέος προϋπολογισμός για το 2026 που κατατέθηκε στη Βουλή προβλέπει ισχυρή ανάπτυξη, «εκτίναξη» των επενδύσεων, καθώς και αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και περαιτέρω μείωση της ανεργίας, αλλά και μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα στον κρατικό προϋπολογισμό (2,8% του ΑΕΠ).
Ειδικότερα προβλέπεται:
Άνοδος του ΑΕΠ κατά 2,4% από 2,2% εφέτος (στα 260,035 δισ. ευρώ από 248,697 δισ. ευρώ), αύξηση των επενδύσεων κατά 10,2% από 5,7% φέτος, άνοδος της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 1,7% από 1,9% φέτος, αύξηση της δημόσιας κατανάλωσης κατά 0,7% από 1,4% φέτος, αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά 4,5% από 2,2% φέτος, άνοδος των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά 4,6% από 0,9% φέτος, αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στο 2,2% σε μέσα επίπεδα από 2,6% φέτος και μείωση της ανεργίας στο 8,6% από 9,1% φέτος. Παράλληλα, προβλέπεται περαιτέρω αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους στα 359,300 δισ. ευρώ (138,2% του ΑΕΠ) από 248,697 δισ. ευρώ (145,9% του ΑΕΠ) εφέτος.
Όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση, η έναρξη του 2026 για την ελληνική οικονομία σηματοδοτείται από την εδραίωση συνθηκών βιώσιμης ανάπτυξης σε ένα διεθνές περιβάλλον που εξακολουθεί να διέπεται από γεωπολιτική αβεβαιότητα, από μεταβαλλόμενες συνθήκες στο παγκόσμιο εμπόριο και στις αγορές ενέργειας καθώς και από κινδύνους για τη δημοσιονομική και πολιτική σταθερότητα σε μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Ως αντιστάθμισμα στους ανωτέρω εξωγενείς παράγοντες αστάθειας και προκλήσεων, η θετική δυναμική της ελληνικής οικονομίας το 2026 προβλέπεται να στηριχθεί στην ενίσχυση των επενδύσεων, όλων των συνιστωσών της εγχώριας ζήτησης, στην ώθηση της εξωτερικής ζήτησης για υπηρεσίες, στη συνεχιζόμενη διεύρυνση της απασχόλησης καθώς και των εισοδημάτων και στη σταθερή δημοσιονομική πορεία.
Οι ανθεκτικοί ρυθμοί μεγέθυνσης των τελευταίων ετών, σε συνδυασμό με την πρόοδο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και την ενισχυμένη απορρόφηση των ευρωπαϊκών πόρων, αναμένεται να μεταφέρουν τη θετική επίδρασή τους στο 2026, διαμορφώνοντας ένα ευνοϊκό πλαίσιο για την περαιτέρω βιώσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2026 προβλέπεται σε 2,4% σε ετήσια βάση, εμφανίζοντας επιτάχυνση έναντι των τριών προηγούμενων ετών (2,1% το 2023 και το 2024 και 2,2% το 2025). Η εν λόγω αύξηση καθιστά το 2026 το έκτο διαδοχικό έτος με ρυθμό ανάπτυξης άνω του 2%.
Η ανάπτυξη
Η επιτάχυνση της πραγματικής ανάπτυξης το 2026 εδράζεται στους ακόλουθους βασικούς άξονες ανθεκτικότητας:
- στις νέες κυβερνητικές παρεμβάσεις μείωσης των φορολογικών βαρών και ενίσχυσης των εισοδημάτων και των επενδύσεων,
- στη συνεχιζόμενη επέκταση της αγοράς εργασίας, που ενισχύει το διαθέσιμο εισόδημα και την καταναλωτική εμπιστοσύνη,
- στην αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων του ΤΑΑ/Next Generation EU (NGEU), που συνδέεται με την επέκταση της αγοράς εργασίας και την ώθηση της επενδυτικής δραστηριότητας και
- στην προοδευτική αναβάθμιση της παραγωγικής βάσης μέσω των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, που ενισχύει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και τις προοπτικές των ελληνικών εξαγωγών.
Εν μέσω της σταδιακής ολοκλήρωσης του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0» οι αυξημένοι πόροι και η περαιτέρω ωρίμανση των έργων που χρηματοδοτούνται από το ΤΑΑ, αναμένεται να επιφέρουν ενίσχυση της επενδυτικής δραστηριότητας, η οποία, σε συνδυασμό με τη συνυπάρχουσα δυναμική των ιδιωτικών επενδύσεων, οδηγεί σε πρόβλεψη για σημαντική αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου το 2026 κατά 10,2% σε ετήσια βάση και σταθερές τιμές έναντι 5,7% το 2025. Η διψήφια αύξηση του όγκου των επενδύσεων αντανακλά τη διεύρυνση της επενδυτικής δραστηριότητας σε όλους τους τομείς της οικονομίας, ιδίως στις κατασκευές και τον παραγωγικό εξοπλισμό, γεγονός που δρα υποστηρικτικά για τη δυνητική παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας. Το 53% περίπου της αύξησης των επενδύσεων εκτιμάται ότι θα προέλθει από τις επενδύσεις σε κατασκευές (μεταβολή 13,8% σε ετήσια βάση) και το υπόλοιπο 47% από τις επενδύσεις σε εξοπλισμό (μεταβολή 10,1% σε ετήσια βάση) καθώς και από τις επενδύσεις σε αγροτικά και λοιπά αγαθά (μεταβολή 2,4% σε ετήσια βάση).
Ως εκ τούτου, αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση, οι επενδύσεις προβλέπεται να αποτελέσουν τον κύριο μοχλό ανάπτυξης για το 2026, συμβάλλοντας στην ετήσια πραγματική ανάπτυξη κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες. Το αρνητικό επενδυτικό κενό της Ελλάδας απέναντι στην ευρωζώνη, το οποίο βαίνει συνεχώς μειούμενο από το 2020, αναμένεται στο τέλος του 2026 να έχει συρρικνωθεί στο μικρότερο μέγεθος για όλη την περίοδο από την έναρξη της οικονομικής προσαρμογής. Μάλιστα, σύμφωνα με τα αναθεωρημένα στοιχεία Εθνικών Λογαριασμών της ΕΛΣΤΑΤ (Οκτώβριος 2025), ο όγκος των επενδύσεων στην Ελλάδα διαμορφώθηκε, ήδη το 2024, σε ποσοστό 17% του ΑΕΠ έναντι της προηγούμενης εκτίμησης 16,1%. Υπό το πρίσμα των εν λόγω νέων δεδομένων, οι επενδύσεις στην Ελλάδα προβλέπεται να αυξήσουν τον όγκο τους σε ποσοστό 18,9% του ΑΕΠ το 2026 από 17,6% το 2025, το οποίο είναι υψηλότερο κατά 1 ποσοστιαία μονάδα από την πρόβλεψη του προσχεδίου του κρατικού προϋπολογισμού 2026. Σε ονομαστικούς όρους οι επενδύσεις στην Ελλάδα προβλέπεται το 2026 να ανέλθουν σε ποσοστό 17,7% του ΑΕΠ έναντι 16,4% το 2025, σηματοδοτώντας το υψηλότερο ποσοστό μετά το 2009.
Παράλληλα, η εφαρμογή των νέων μόνιμων δημοσιονομικών παρεμβάσεων που ανακοινώθηκαν στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ) 2025, συνολικού ύψους 1,76 δισ. ευρώ για το 2026, προβλέπεται να ενισχύσει το εισόδημα και να μειώσει τα φορολογικά βάρη για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Στο επίκεντρο των παρεμβάσεων βρίσκεται η σημαντική αναμόρφωση της κλίμακας του φόρου εισοδήματος μισθωτών, συνταξιούχων, αγροτών και ελεύθερων επαγγελματιών, ενώ ειδικές ρυθμίσεις για την επιπλέον φορολογική ελάφρυνση προβλέπονται για τις οικογένειες με παιδιά και για νέους ηλικίας έως 30 ετών. Η εν λόγω διαρθρωτική αναμόρφωση της φορολογικής κλίμακας εισοδήματος αναμένεται να επιφέρει στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς ελάφρυνση ύψους 1,2 δισ. ευρώ το 2026 και επιπλέον 400 εκατ. ευρώ το 2027, αποσκοπώντας στην ουσιαστική ενίσχυση των μεσαίων εισοδημάτων, των οικογενειών με παιδιά και των νέων.
Περαιτέρω ενίσχυση των εισοδημάτων αναμένεται το 2026 από τις υπόλοιπες νέες παρεμβάσεις, όπως η σταδιακή κατάργηση του συμψηφισμού της προσωπικής διαφοράς των συνταξιούχων, η μείωση του φόρου εισοδήματος για ιδιοκτήτες ακινήτων, η μείωση κατά 30% μεσοσταθμικά των τεκμηρίων διαβίωσης, οι παρεμβάσεις στα ειδικά μισθολόγια των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, η μείωση κατά 30% του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) στα ακριτικά νησιά με πληθυσμό έως 20.000 κατοίκους, η τριετής εξαίρεση από το ελάχιστο εισόδημα για τις νέες μητέρες που ασκούν ελεύθερο επάγγελμα καθώς και οι ελαφρύνσεις σε οικισμούς με πληθυσμό έως 1.500 κατοίκους, όπως η σταδιακή κατάργηση του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) για κύριες κατοικίες και η μείωση κατά 50% του ελάχιστου εισοδήματος για τους ελεύθερους επαγγελματίες.
Η υλοποίηση αυτών των μόνιμων πολιτικών ενίσχυσης εισοδημάτων, η οποία συντελείται εντός των δημοσιονομικών στόχων, αφορά τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών και οδηγεί στη βελτίωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών και στη στήριξη της εγχώριας ζήτησης με μόνιμο αποτύπωμα στο διαθέσιμο εισόδημα. Επιπλέον, η μείωση των φορολογικών συντελεστών συνεπάγεται ότι οι αυξήσεις των αποδοχών κατά τα μελλοντικά έτη θα ενισχύουν ακόμα περισσότερο το καθαρό εισόδημα των εργαζόμενων. Για το 2026, η θετική επίδραση από το σύνολο των νέων κυβερνητικών παρεμβάσεων στην ετήσια πραγματική ανάπτυξη προβλέπεται σε 0,6 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Ως αποτέλεσμα, η ελληνική οικονομία προβλέπεται να συνεχίσει για έκτο συναπτό έτος να καταγράφει υψηλότερο ρυθμό πραγματικής ανάπτυξης, σύμφωνα με τις προβλέψεις του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών (συνολικά 2,4% και ανά κάτοικο 2,6%), σε σχέση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης και της ΕΕ, όπως αποτυπώνεται στις φθινοπωρινές οικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (1,2% για την ευρωζώνη και 1,4% για την ΕΕ και ανά κάτοικο 1,0% και 1,2%, αντίστοιχα). Με αυτόν τον τρόπο ενισχύεται η μεσοπρόθεσμη προοπτική σύγκλισης με την ευρωζώνη και συνακόλουθα βελτιώνεται σταδιακά η θέση της χώρας στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Στην εισηγητική έκθεση επισημαίνεται ότι, βασιζόμενη στα ενισχυμένα εισοδήματα, η πραγματική καταναλωτική δαπάνη προβλέπεται να αυξηθεί κατά 1,5% το 2026 σε ετήσια βάση, δεδομένου ότι η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,7% και η δημόσια κατανάλωση κατά 0,7%, με εφαλτήριο τις παρεμβάσεις εισοδηματικής πολιτικής για τον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα, τις θετικές εξελίξεις στην αγορά εργασίας, την επιβράδυνση του ρυθμού πληθωρισμού καθώς και την ενίσχυση του καταναλωτικού κλίματος.
Η απασχόληση εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να κινείται ανοδικά το 2026 κατά 0,4% σε ετήσια εθνικολογιστική βάση, αντικατοπτρίζοντας συγκριτικά μεγαλύτερη αύξηση του αριθμού των μισθωτών κατά 0,6%. Σε εθνικολογιστικά μεγέθη, ο αριθμός των μισθωτών το 2026 αναμένεται να ανέλθει σε περίπου 3,94 εκατομμύρια, αυξημένος κατά 723 χιλιάδες άτομα σε σύγκριση με το 2008, πριν την οικονομική κρίση χρέους στην Ελλάδα. Αντίστοιχα, ο αριθμός των συνολικά απασχολούμενων αναμένεται να ανέλθει σε 5,24 εκατομμύρια, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 376 χιλιάδες άτομα έναντι του 2008, η οποία αποδίδεται εξ ολοκλήρου στην προοδευτική βελτίωση από το 2022 και εφεξής.
Το ποσοστό ανεργίας, έχοντας υποχωρήσει σε μονοψήφιο αριθμό ήδη από το 2025, προβλέπεται να μειωθεί περαιτέρω το 2026 κατά μισή ποσοστιαία μονάδα του εργατικού δυναμικού, διαμορφούμενο σε 8,6% βάσει της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού, το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα μετά το 2008.
Λαμβανομένης υπόψη της νέας αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού από την 1/4/2026 και εν μέσω αυξημένης απασχόλησης, ο ονομαστικός μέσος μισθός αναμένεται να αυξηθεί το 2026 κατά 3,7%, όσο και το 2025. Η εν λόγω εξέλιξη διαμορφώνει το επίπεδο των κατά κεφαλήν αμοιβών εξαρτημένης εργασίας για το 2026 υψηλότερα κατά 21,3% σε σύγκριση με το 2019. Σημειώνεται ότι οι κατά κεφαλήν αμοιβές εξαρτημένης εργασίας αποτελούν μικτές αμοιβές. Εάν ληφθούν υπόψη οι διαδοχικές μειώσεις της φορολογίας εισοδήματος και των ασφαλιστικών εισφορών, εκτιμάται ότι οι καθαρές κατά κεφαλήν αμοιβές το 2026 θα έχουν υπερβεί κατά περισσότερο από 30% τα επίπεδα του 2019.
Ο πραγματικός μέσος μισθός προβλέπεται να κινηθεί ανοδικά για τρίτη διαδοχική χρονιά το 2026, με τον ρυθμό αύξησής του να επιταχύνεται σε 1,5% από 0,5% το 2025. Η παραγωγικότητα της εργασίας προβλέπεται, επίσης, να εισέλθει σε τροχιά επιτάχυνσης, με τον ρυθμό ετήσιας αύξησής της να διαμορφώνεται σε 1,9% από 1,5% το 2025, συμβάλλοντας στη διατήρηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Τα οφέλη
Τα οφέλη για τον πραγματικό μέσο μισθό αποδίδονται στην εκτιμώμενη άμβλυνση των πληθωριστικών πιέσεων εντός του 2026. Ο ρυθμός αύξησης του εναρμονισμένου πληθωρισμού το 2026 προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 2,2%, προσεγγίζοντας τον μεσοπρόθεσμο στόχο της ΕΚΤ. Η εξέλιξη αυτή υποδηλώνει την εξομάλυνση των υποκείμενων πιέσεων τόσο στον τομέα των τροφίμων όσο και στον δομικό πυρήνα του πληθωρισμού καθώς και την αρνητική επίδραση της συνιστώσας της ενέργειας, της τάξεως των 0,2 ποσοστιαίων μονάδων, στον ετήσιο ρυθμό μεταβολής του εναρμονισμένου δείκτη.
Στον εξωτερικό τομέα της οικονομίας, το περιβάλλον για το 2026 διαφαίνεται λιγότερο ασταθές, έπειτα από τη δασμολογική συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ τον Ιούλιο 2025, η οποία περιορίζει τους κινδύνους από το διεθνές εμπόριο και δημιουργεί περιθώρια εξωστρέφειας για τις ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις. Η επίδραση των αυξημένων δασμών των ΗΠΑ στην ελληνική οικονομία αναμένεται συγκρατημένη και για το 2026 λόγω των σχετικά ασθενών εμπορικών συναλλαγών της Ελλάδας με τις ΗΠΑ.
Σε αυτό το πλαίσιο, το εξωτερικό ισοζύγιο υπηρεσιών προβλέπεται να έχει θετική πορεία το 2026, με συμβολή 0,6 ποσοστιαίων μονάδων στην αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ, χάρη στην ταχύτερη αύξηση των πραγματικών εξαγωγών υπηρεσιών (5%) έναντι των πραγματικών εισαγωγών υπηρεσιών (2,7%). Η δυναμική αύξηση των ονομαστικών τουριστικών εισπράξεων, η οποία εκτιμάται σε 6,5% σε ετήσια βάση, αναμένεται να συμβάλει προς αυτή την κατεύθυνση. Οι εξαγωγές αγαθών σε σταθερές τιμές αναμένεται να αυξηθούν κατά 3,9%, ενώ αύξηση κατά 4,5% προβλέπεται να παρουσιάσουν και οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών συνολικά. Οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αναμένεται, επίσης, να αυξηθούν σε ανάλογα επίπεδα (4,6%), ενισχυόμενες από την αύξηση των εισαγωγών αγαθών, η οποία εκτιμάται σε ποσοστό 5,3% λόγω της εύρωστης εγχώριας ζήτησης για επενδύσεις και κατανάλωση.
Οι κυριότεροι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι για τη διαμόρφωση του ρυθμού ανάπτυξης το 2025 και το 2026 συνοψίζονται σε πιθανή όξυνση των γεωπολιτικών αναταραχών, σε ενδεχόμενη παρέκκλιση από τη δασμολογική συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ ή σε άλλη αποσταθεροποίηση των όρων του διεθνούς εμπορίου, σε μεγαλύτερη του αναμενόμενου επίπτωση των δασμών στην παγκόσμια και την ευρωπαϊκή οικονομία, σε εντονότερη εκδήλωση των φαινομένων κλιματικής αλλαγής και στην περίπτωση καθυστέρησης της πραγματοποίησης προγραμματιζόμενων επενδύσεων. Παράλληλα, η ανατίμηση του ευρώ ενέχει κινδύνους για το εξωτερικό ισοζύγιο και την ανταγωνιστικότητα στην ευρωζώνη, ενώ η εφαρμογή συσταλτικής δημοσιονομικής πολιτικής σε μεγάλες οικονομίες της ΕΕ ενδέχεται να επιδράσει αρνητικά στην εξωτερική ζήτηση.
Θετική επίδραση στον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, σημειώνεται στην εισηγητική έκθεση, θα μπορούσε να προέλθει από την περαιτέρω ενίσχυση της δυναμικής του εξωτερικού τουρισμού και της ναυτιλίας, από τις εγχώριες εξελίξεις στον τομέα της ενέργειας και των προγραμματιζόμενων επενδύσεων, από την ταχύτερη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, συνδεόμενη και με τις διεθνείς εξελίξεις στις τιμές ενέργειας, καθώς και από τη μεγαλύτερη του αναμενόμενου επενδυτική και αναπτυξιακή ώθηση, ως επακόλουθο των συνεργειών που απορρέουν από τις υλοποιούμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
ΠΗΓΗ: https://www.enikos.gr
